- πλησισέληνος
- πλησισέληνοςbecoming fullmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλησισέληνος — ον, ΜΑ πλησιφαής σελήνη, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι* (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + σελήνη (πρβλ. πληρο σέληνος)] … Dictionary of Greek
πλησισέληνον — πλησισέληνος becoming full masc/fem acc sg πλησισέληνος becoming full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησισελήνου — πλησισέληνος becoming full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησισέληνοι — πλησισέληνος becoming full masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)